και καθως ο ηλιος εδυε μπρος του
σκεφτηκε ποσο θα θελε να φυγει μακρια
μακρiα απο τα φορτωμενα λιμανια
μακρια απο τα αστικα μερη
και η ανασα του γινοταν ανεμος
βαρια που σπρωχνει ολα τα ξεραμενα φυλλα απο το χωμα
και η φωνη του πουλια τοσο που εμοιαζε με χρωμα
και ολα καδρο στην καρδια του
θυμιζε μιαν ιστορια που πε ο γερος
που ειχε σταθει κατω απο το δεντρο να ξαποστασει
επιασε βροχη
και βιωσε την απωλεια καθως το νερο χτυπουσε το καπελο του
βιωσε τη βια οταν τα ρουχα δεν τα νιωθε δικα του
ειδε τον ουρανο να ανοιγει και να βγαινει η γη απο μεσα
η θαλασσα οι ανθρωποι τα δεντρα
ολα γιναν ενα για αυτον
και οταν ο ηλιος βγηκε ξανα
εβγαλε το καπελο του
πεταξε τα ρουχα του
και περπατησε σε κεινο το μερος
για τελευταια φορα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου